Πάλι στη Λακωνία μας έφεραν οι έρευνές μας με τον Τάκη Καπλαντζή, για να ανοίξουμε και να τελειώσουμε αυτή τη φορά ένα σπήλαιο που μας είχε δείξει ένας ντόπιος που δούλευε στην κατασκευή του δρόμου κοντά στο χωριό του.
Είχαμε μια δυσκολία επειδή οι εργάτες της ΜΟΜΑ που κατασκεύαζαν τον ασφάλτινο δρόμο και έπεσαν πάνω στο χάσμα, προφανώς με βαριά μηχανήματα, έριξαν μεγάλα κομμάτια βράχων μέσα και πάνω στην είσοδο του έγκοιλου. Μεγαλύτερο εμπόδιο ήταν ένας μεγάλος βράχος χωμένος κάθετα μέσα στο σημείο που φαινόταν καταλληλότερο για ξεκίνημα της κατάβασης.
Αφού μετακινήσαμε αρκετά μικρότερα κομμάτια βράχων μαζί με διάφορες πέτρες και χώματα, δέσαμε στο αυτοκίνητο τον βράχο και τον κουνούσαμε μπρος-πίσω μέχρι που έπεσε λίγο προς τα έξω εκεί που είχαμε ανοίξει λίγο χώρο.
Επιτέλους μετά από μιάμιση και πλέον ώρα προσπαθειών ξεκινούσαμε την κατάβαση δένοντας από το αυτοκίνητο και τοποθετώντας τρεις αγκυρώσεις, δύο βιομηχανικά ίνοξ και έναν ιμάντα. Φτάσαμε 28-30 μέτρα κάτω στο χαμηλότερο σημείο της διάκλασης, περνώντας από στενά κάθετα τοιχώματα. Εκεί βρήκαμε αίθουσα που σε αντίθεση με τον υπόλοιπο χώρο, ήταν γεμάτη κουρτίνες, σταλακτίτες και σταλαγμίτες, με υγρασία και τις όμορφες μικρές γνωστές μας σταγονίτσες να κρέμονται στις μυτούλες από τα σπηλαιοθέματα. Ήταν αντίθετα προς το δρόμο ενώ η μεριά της διάκλασης κοντά και κάτω από το δρόμο, ήταν μπαζωμένη πολύ σχολαστικά. Δεν είχα το τριποδάκι μου μαζί, οπότε έκανα ότι μπορούσα στην φωτογράφιση,
Μιάμιση ώρα περίπου μετά, ανεβήκαμε στην επιφάνεια όπου όσο εμείς δουλεύαμε περνούσαν διάφοροι ντόπιοι και μας ρώταγαν τι κάνουμε. Άλλο που δε θέλαμε κι εμείς να μιλάμε, να εξηγούμε ποιοι είμαστε, τι κάνουμε και να μαθαίνουμε. Μεταξύ αυτών ήρθε και ο άνθρωπος που μας το έδειξε την πρώτη φορά. Ο ίδιος άνθρωπος μας συνάντησε αργότερα σε μια διασταύρωση και μας πήγε σε ένα ακόμη πολύ ενδιαφέρον σπήλαιο που λόγω ώρας δεν ξεκινήσαμε την εξερεύνησή του. Είναι βέβαια το επόμενο στο πρόγραμμα!
Άγγελος Βλαχόπουλος