Το Σάββατο το πρωί ξεκινήσαμε τρείς από Αθήνα να συνεχίσουμε την προσπάθεια που έχουμε εδώ και καιρό ξεκινήσει στην περιοχή, χρησιμοποιώντας επαφές του Τάκη και επεκτείνοντας τις γνωριμίες μας με ανθρώπους που γνωρίζουμε ενώ κάνουμε τις έρευνες αυτές.
Αυτή τη φορά ξαναπήγαμε στην περιοχή που είχαμε ψάξει κατά την προηγούμενη εξόρμησή μας, για ένα σπήλαιο που δεν είχαμε εντοπίσει και παρ’ όλο που επεκτείναμε το πεδίο δράσης μας και επί μιάμιση ώρα δώσαμε πολλή ενέργεια περνώντας από πολύ πυκνή βλάστηση, πάλι δεν μπορέσαμε να το βρούμε.
Φύγαμε με κατεύθυνση ένα άλλο σπήλαιο που παλιότερα είχε ξεκινήσει προσπάθεια εκμετάλλευσής του σαν τουριστικό, είχε μάλιστα και πόρτα την οποία βρήκαμε μπλοκαρισμένη, αλλά ανοιχτή. Ερευνώντας διαπιστώσαμε ότι ο διάκοσμος πρέπει να ήταν κάποτε πολύ πλουσιότερος αφού όλες σχεδόν οι λεπτές απολήξεις των σταλαγμιτών ήταν σπασμένες, ευτυχώς όμως η διαδικασία επούλωσης είχε ξεκινήσει καλύπτοντας τις επιφάνειες και διορθώνοντας τις ζημιές όσο αυτό είναι δυνατόν. Πολλά σπασίματα πρέπει να ήταν δεκάδων χρόνων. Για τους σταλαγμίτες δεν συζητάμε, στο χωρίς διάκοσμο δάπεδο μόνο ίχνη από τις αναπλαστικές προσπάθειες της φύσης ήταν ορατές.
Με την συνοδεία του νέου ντόπιου φίλου μας Δημήτρη, φτάσαμε στο επόμενο σπήλαιο. Μία κατηφορική στοά 45° και μήκους 3-4 μέτρων μας οδήγησε σε κάθετο 15μετρο σωλήνα διαμέτρου 2-3 μέτρων και μικρή αίθουσα στο τέλος χωρίς ορατές ελπίδες συνέχειας. Είχε ολικό βάθος περίπου 18 μέτρα και ελάχιστο διάκοσμο.
Καταγράψαμε κι αυτό το στίγμα και φύγαμε για το επόμενο, με την καθοδήγηση του Δημήτρη που δεν μπόρεσε να είναι μαζί μας αυτή τη φορά. Για πολλοστή φορά χωθήκαμε στα βάτα και τα πουρνάρια σε βαθμό που όταν περνάγαμε από κέδρους ή έλατα, μας φαινόντουσαν απαλά και τρυφερά! Από την περιγραφή, μας φάνηκε ότι ήταν σχετικά εύκολο το να φτάσουμε βρίσκοντας περιττό να πάρουμε μαζί το τσεκουρομάχαιρό μου, πράγμα που μετάνιωσα πολλές φορές έρποντας σε περάσματα που μόνο μικρό ζώο θα περνούσε. Απλωθήκαμε και φωνάζαμε ο ένας στον άλλο για συνεννόηση και σε κάποια στιγμή που είχαμε χάσει τις ελπίδες μας, μας φώναξε ο Τάκης ότι το βρήκε!
Ήταν το βαθύτερο που είχαμε εντοπίσει μέχρι τώρα στην περιοχή. Στην είσοδό του, διαστάσεων 1,5Χ1μ, ένας βράχος ήταν σφηνωμένος σαν γέφυρα. Το βάθος του φαινόταν τουλάχιστον 50 μέτρα, στα 20 μέτρα περίπου σχημάτιζε ένα πατάρι και δύο σωλήνες κατέβαιναν χαμηλότερα δεξιά κι αριστερά. Κατεβήκαμε προς τα δεξιά, που φαινόταν 25 μέτρα περίπου βαθύτερα το δάπεδο το οποίο έστριβε προς τα αριστερά και πιθανόν να συναντούσε την αριστερή κατάβαση. Όταν κατέβηκα ο Τάκης από το πατάρι φώτισε προς τα αριστερά κάτω και διαπιστώσαμε ότι τελικά δεν επικοινωνούσαν. Ευτυχώς γιατί απ’ αυτή τη μεριά δεν υπήρχε συνέχεια, ή τουλάχιστον δεν ήταν εμφανές κάποιο πέρασμα, αν υπάρχει και είναι θαμμένο κάτω από τις πάμπολλες πέτρες του δαπέδου. Η ώρα όμως, καθώς και τα υλικά που είχαμε μαζί μας δεν μας επέτρεπαν να συνεχίσουμε την εξερεύνησή μας στην άλλη διαδρομή κι έτσι ξεκινήσαμε για πάνω την ώρα που ο ήλιος χανόταν πίσω από τις βουνοκορφές στα δυτικά.
Τηλεφωνήσαμε στον Δημήτρη για την ανακάλυψή μας και χάρηκε πολύ που βρήκαμε ένα αξιόλογο σημείο για τη συνέχιση των ερευνών μας. Συναντηθήκαμε λίγο αργότερα σε ένα ταβερνάκι της περιοχής για να ακούσει με ενδιαφέρον από κοντά τις περιγραφές μας και να καταλαγιάσουμε την πείνα μας μετά από τόσες ώρες περιπλανήσεων και κοπιαστικών ερευνών. Με αγωνία περιμένουμε την επόμενη εξόρμηση για να λύσουμε κι αυτό το μυστήριο. Οι τρείς της αποστολής: Τάκης Καπλαντζής, Γεράσιμος Κρεμμύδας και ο περιγράφων, Άγγελος Βλαχόπουλος.