Ο Μήνας μας, ξεκίνησε με δράση και λίγο από εξερεύνηση.
Ανεβήκαμε στον Υμηττό με έντονη συννεφιά, αλλά χωρίς βροχή και σύντομα ξεκινήσαμε τις καταβάσεις, με τον Γεράσιμο να αρματώνει.
Φτάνοντας στο πρώτο παταράκι, βρήκαμε μόνο ένα αρμάτωμα λειτουργικό. Ευτυχώς είχαμε το τρυπάνι μαζί μας και τοποθετήσαμε ένα ανοξείδωτο βιομηχανικό, συνεχίζοντας προς τα κάτω.
Σύντομα φτάσαμε στο μεγάλο πατάρι που είναι στα 70 μέτρα και περάσαμε αριστερά, προς το κατέβασμα που θέλαμε να εξερευνήσουμε, από ένα χαμηλό πέρασμα απέναντι από την μεγάλη τραβέρσα, που είχαμε εξερευνήσει παλιότερα.
Στο χαμηλοτάβανο αυτό χώρο, υπήρχαν τα ίχνη από προηγούμενες καταβάσεις, με δύο τοποθετημένα αυτοδιάτρητα βύσματα που ήταν ακόμα λειτουργικά, αλλά δεν είχαμε δεί άλλα αρματώματα προς τα κάτω και το βάθος είναι κάπου 20 μέτρα. Το αρματώσαμε και κατεβήκαμε, καταλήγοντας σε ένα διάδρομο φάρδους 30-40, ή το πολύ 50 εκατοστά σε κάποιο σημείο, με μήκος 3-4 μέτρα κι έτσι, έστω και με το ζόρι κατεβήκαμε και οι πέντε.
Ερευνήσαμε όσο μπορέσαμε, διαπιστώνοντας ότι καταλήγει σε πολύ στενά περάσματα, που δεν είναι προσπελάσιμα ούτε από άτομα με πολύ μικρές διαστάσεις και ξεκινήσαμε για πάνω.
Το τοπίο που αντικρύσαμε στην επιφάνεια το απομεσήμερο που βγήκαμε, ήταν μια χαμηλή νέφωση, πυκνή μέχρι τα 400 μέτρα υψομέτρου, άπνοια και ησυχία. Βουνήσια ατμόσφαιρα κανονική!
Ξεκινήσαμε από την Αθήνα νωρίς το Σάββατο, γνωρίζοντας ότι ήταν ενδεχόμενο να το ξενυχτήσουμε, έστω κι αν είχαμε βάλει ένα μετριοπαθή στόχο, το να κατέβουμε μέχρι τα 160 μέτρα, ενώ το σπηλαιοβάραθρο, φτάνει τα 340 μέχρι το βαθύτερο σημείο του.
Από καιρό πρίν τα παιδιά, είχαν εκφράσει την επιθυμία τους να κατέβουν σε κάποιο αρκετά απαιτητικό σπήλαιο και μου φάνηκε μια καλή επιλογή, με όλες τις αντιξοότητες που υπάρχουν στην πορεία, τα ψηλά κατεβάσματα στην αρχή, τα στενά περάσματα στον μαίανδρο που υπάρχει λίγο μετά, σε συνδυασμό με τις βάθρες από κάτω, που με το παγωμένο νερό τους, δεν είναι και η καλύτερη εμπειρία να πέσεις μέσα! Παρ’ όλη την προσοχή, κάποια μπατζάκια έγιναν μούσκεμα, μαζί με τα ανάλογα πατούμενα και κάλτσες! Ακούστηκαν και κάποια καντήλια, ιδίως στο πέρασμα μιας τραβέρσας 3-4 μέτρων, με την αντίστοιχου μήκους λιμνούλα από κάτω. Είναι λίγο χαμηλά στημένη και ίσως κάποια στιγμή να κάνουμε κάτι γι’ αυτό. Μετά από κάθε πλατσούρισμα, ακολουθούσε το ανάλογο στόλισμα, μαζί με τα γέλια και τα πειράγματα από τους υπόλοιπους, για να έρθει η σειρά του επόμενου, να την πατήσει κι αυτός. Γενικά όλοι είχαμε το κάτι τις μας!
Αυτό που χάρηκα περισσότερο, ήταν ότι όλοι είπαν ότι ήταν ένα σχολείο, που προσέφερε εμπειρία και νομίζω ότι ειδικά τα πλάγια και ασύμμετρα δεσίματα που είναι έτσι αναγκαστικά λόγω του πεδίου, βάζουν το μυαλό να δουλέψει τις τεχνικές, αφού η δύναμη κάποια στιγμή δεν θα υπάρχει, αν την καταναλώσεις τραβώντας μόνο με τα χέρια.
Φτάσαμε στο στόχο μας, βρίσκοντας τη λίμνη που υπάρχει εκεί, στεγνή τελείως κι έτσι συνεχίσαμε και πιο κάτω, μέχρι μια μεγάλη αίθουσα με αλλεπάλληλα Γκούρ (Λιθωματικές λεκάνες) που εξελίσσονται βαθμιδωτά, υπέροχες με τη διάφανη ακινησία τους να διακόπτεται μόνο από κάποιες σταγόνες από τους σταλακτίτες της οροφής.
Το απολαύσαμε για λίγο και αρχίσαμε να επιστρέφουμε, έχοντας μπροστά μας όλα τα εμπόδια που είχαμε κατέβει, που ήταν χειρότερα από τις καθαρές αναβάσεις στο σχοινί. Μοιραία λοιπόν και όπως το είχαμε προβλέψει, βγήκαμε αργά τη νύχτα, διαπιστώνοντας ότι είχε ρίξει και μια μικρή βροχούλα, υπόλοιπο της κακοκαιρίας των προηγούμενων ημερών, της Τετάρτης και της Πέμπτης, που ενώ είχαν κάποια ένταση, η διψασμένη γή που είχε δοκιμαστεί από μήνες ανομβρίας, τις απορρόφησε πολύ πρίν φτάσουν για να εκτονωθούν στο ποταμάκι που καταλήγει στο βάραθρο. Δεν υπήρχαν ούτε τα ίχνη ροής που βλέπει κανείς μετά από μια νεροποντή.
Φτάσαμε στις σκηνές μας, φάγαμε κάτι πρόχειρο και πέσαμε για ύπνο, αφήνοντας την τακτοποίηση των υλικών για την επομένη.
Την Κυριακή, οργανώσαμε τα υλικά και φύγαμε, κάνοντας μια στάση για φαγητό σε μια ταβέρνα που γνωρίζουμε από παλιά, με καλό φαγητό, για να έχουμε το πρέπον τελείωμα της εξόρμησης, με μια καλή συζήτηση.
Μαζί με τους: Κώστα Αναγνώστου, Γιάννη Μπιρμπίλη, Γιάννη Μήλλα, Αλέξανδρο Θεοφιλόπουλο, Γιώργο Κουρεντζή.
Ακόμα μια προπόνηση-εκπαίδευση για όλους μας Δράση και εξάσκηση στις τεχνικές Σπηλαιολογίας. Αρμάτωσαν και ο Γεράσιμος με τη Δέσποινα, που είχαν καιρό να μπούν στις τεχνικές αρματώματος και τα ξεσκόνισαν όλα μια χαρά! Μυήσαμε και τον Ιάκωβο, που έχει κάνει μόνο σεμινάριο Φαραγγιών. Καλή αρχή!
Μια σύνοψη των βασικών τεχνικών, όπως και λίγο πιο προχωρημένους χειρισμούς, εξασκήσαμε στο πεδίο που έχουμε στήσει και τραβέρσα. Οπότε την επόμενη φορά, έχουμε να κάνουμε ακόμα περισσότερα.
Αυτό το Σάββατο το βράδυ, κατόπιν προσκλήσεως του “Προοδευτικού Εκπολιτιστικού Συλλόγου Μεταμόρφωσης” και του προγραμματισμού που προηγήθηκε μήνες πρίν, ο Σύλλογός μας παρουσίασε φωτογραφικό υλικό και Βίντεο, με θέμα το αναφερόμενο πανέμορφο σπήλαιο, που επισκεπτόμαστε όταν έχουμε την ευκαιρία, με αγάπη και σεβασμό.
Την παρουσίαση ξεκίνησε ο Θανάσης Μαραμαθάς Γεωλόγος και Διδάκτωρ του Ε.Μ.Π. Δίνοντας τα στοιχεία για την περιοχή, την Σπηλαιογένεση και για τη Σπηλαιολογία γενικότερα.
Στη συνέχεια προβλήθηκε στοχευμένη Παρουσίαση για το Σπήλαιο, με επεξηγήσεις και έπειτα, βίντεο της τελευταίας μας επίσκεψης του Μαρτίου.
Μαζεύτηκαν πάνω από 250 άτομα στην πλατεία του χωριού και κατα την τελική προβολή των φωτογραφιών, το ενδιαφέρον πολλών από τους θεατές, εκδηλώθηκε με ερωτήσεις, για λεπτομέρειες και διευκρινήσεις. Ερωτηθήκαμε επίσης για τη δυνατότητα να γίνει επισκέψιμο και εξηγήσαμε κι εγώ κι ο Θανάσης, ότι αυτό θα κατέστρεφε την δομή του σπηλαίου και η απόπειρα διάνοιξης εισόδου θα δημιουργούσε εκτεταμένες κατακρυμνήσεις, σε συνέχεια των ήδη υπαρχόντων, Τεκτονικών κυρίως, αλλά και Καρστικών.
Ευχαριστήσαμε πολύ για την θερμή υποδοχή, την άψογη φιλοξενία και χαρήκαμε πολύ για τη γνωριμία νέων ανθρώπων με ανιδιοτέλεια και όρεξη να μάθουν για τον τόπο τους τα μυστικά που δυστυχώς, μόνο με εξειδικευμένη εκπαίδευση θα μπορούσαν να γίνουν και δική τους εμπειρία.
Αποχωρήσαμε την Κυριακή με τις καλύτερες εντυπώσεις, όντας πλουσιότεροι σε γνωριμίες ανθρώπων, από αυτούς που μας αρέσει και επιδιώκουμε να γνωρίζουμε.
Το διήμερο αυτό, το αναλώσαμε στην έρευνα και εντοπισμό Εισόδων και Εξόδων Νέων Φαραγγιών, των προσβάσεων δηλαδή, ώστε να οργανώσουμε αποστολή εξερεύνησης.
Από το Σάββατο και μέχρι την Κυριακή στις 10:00′ περίπου είχαμε ολοκληρώσει αυτό το μέρος της έρευνας και αφιερώσαμε δύο περίπου ώρες για την τελετή που γίνεται κάθε χρόνο, προς τιμήν του Αντώνη Κατσαντώνη (Μακρυγιάννη). Ήρωας της προ του 1821 Επαναστατικής Ελλάδας, μαθητής του Βασίλη Δίπλα, όπως και ο Λεπενιώτης, Χασιώτης, Καραϊσκάκης και άλλοι πολλοί.
Τον συνέλαβαν με προδοσία και τον σκότωσαν με φρικτά βασανιστήρια.
Όντας άρρωστος από ευλογιά με υψηλό πυρετό, κατέφυγε σε μια δυσπρόσιτη βραχοσκεπή, την οποία επισκευθήκαμε. Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης τα λέει όλα στο αντίστοιχο ποίημά του.
Φύγαμε από την εκδήλωση, αφού χαιρετήσαμε τους αρκετούς φίλους που έχουμε κάνει εκεί, κατευθυνόμενοι στο Μοναστηράκι, όπου είχαμε αφήσει μια Σπηλαιολογική εκκρεμότητα.
Βάλαμε φόρμες και μπήκαμε σε μια έξοδο υπόγειου ποταμού, που τον χειμώνα το έχουμε δεί να βγάζει μπόλικο νερό. Εισχωρήσαμε σε ένα μικρό θάλαμο, που συνέχιζε ανηφορίζοντας σε πολύ στενό πέρασμα. Το περάσαμε, συνεχίζοντας οριζόντια σε λαγούμι ύψους 40-50 εκατοστών, περάσαμε αναγκαστικά μέσα από μιά διάφανη λιμνούλα, μέχρι το λαιμό, συνεχίσαμε πάλι οριζόντια και λίγο ανηφορικά και πάντα έρποντας, καταλήξαμε σε πνιγμένο διάδρομο, μήκους 7 μέτρων περίπου, όπου η οροφή κατέβαινε προοδευτικά συναντώντας την επιφάνεια του νερού. Το βάθος ήταν μικρό και το άνοιγμα της παροχής κι αυτό μικρό και υποβρύχιο. Προσπάθησα να ψαχουλέψω, αλλά δεν υπήρχαν ούτε 10 εκατοστά αέρα πάνω από το στένεμα για να φτάσω στο τέρμα και ήταν και ρηχός ο βυθός.
Υπολογίσαμε κάπου 35 μέτρα συνολικά μέχρι εκεί. Υπήρχαν σταλακτίτες και άλλα σπηλαιοθέματα στην οροφή μόνο βέβαια, και σε μικρό πάντα ύψος, πράγμα που σημαίνει ότι η παροχή δεν καταλαμβάνει όλο τον χώρο, γιατί κάποια από αυτά θα ήταν σπασμένα.
Βγήκαμε βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο στη ζέστη αργά το μεσημέρι, ικανοποιημένοι από την επίτευξη των στόχων μας και προλάβαμε να τσιμπήσουμε και κάτι σε ένα από τα ταβερνάκια που περάσαμε για την επιστροφή μας.
Φεύγοντας την Παρασκευή το απόγευμα από Αθήνα, περάσαμε ένα πανέμορφο τριήμερο, με διαμονή στο Ελατοδάσος της κατάφυτης περιοχής.
Όποια διαδρομή κι αν έχουμε διαλέξει, πέντε ώρες ποτέ δεν φτάνουν μέχρι τη γέφυρα του Κρικελιώτη, καταλήγοντας εκεί βράδυ, αλλά αυτή τη φορά, είχαμε την ευκαιρία να φύγουμε νωρίς το μεσημέρι, απολαμβάνοντας την θέα όλης της καταπράσινης διαδρομής.
Βολευτήκαμε και καταπιαστήκαμε να φτιάξουμε κάτι να φάμε, ενώ η ζέστη καλά κρατούσε, ακόμα και μετά το πέσιμο του ήλιου, παρ’ όλο που ήμασταν μέσα στα έλατα και τα πλατάνια. Σιγά-σιγά άρχισαν να μαζεύονται και οι υπόλοιποι, γεμίζοντας τις πεζούλες.
Το Σάββατο το πρωί μπήκαμε στη Ροσκά και ξεκινήσαμε τις καταβάσεις, νομίζω με το λιγότερο νερό που θυμάμαι μέχρι σήμερα, κατεβαίνοντας όμως, ενισχύθηκε λίγο από τις πλαινές εισροές. Ευτυχώς, η πρασινάδα του Φαραγγιού ήταν έντονη, όπως πάντα και το νερό του καθαρό και κρύο. Με τρείς μόνο αρματωτές, χρειαστήκαμε κάπου έξι ώρες να το κατέβουμε. Υπολογίζω ότι με ένα ακόμα σχοινί, θα κερδίζαμε μια ώρα, ή παραπάνω, αλλά όλα πήγαν καλά και νωρίς το απόγευμα, λουζόμασταν στο Πανταβρέχει, ανεβαίνοντας το ποτάμι προς τη γέφυρα. Φτιάξαμε πάλι να φάμε και πέσαμε νωρίς-νωρίς για ύπνο.
Την Κυριακή φύγαμε για Προυσό στοχεύοντας το Φαράγγι της Μαύρης Σπηλιάς, που μπορεί να είναι μικρό, αλλά έχει καθαρό νερό και κρύο και δυό-τρείς θεαματικές καταβάσεις, από τις πέντε συνολικά. Περάσαμε κι εκεί μια πολύ όμορφη μέρα, με αστεία, με πειράγματα και κέφι γενικά, καταλήγοντας σε μια ταβέρνα της περιοχής, για τα πρέποντα!
Με διαφορετικά σχέδια ξεκινήσαμε, φορτωμένοι με τρυπάνια και βύσματα και άλλα καταλήξαμε να κάνουμε αναγκαστικά, λόγω του οδοφράγματος στο δρόμο του Υμηττού. Οι δρόμοι που ανεβαίνουν στο βουνό ήταν κλειστοί, γιατί οι συνθήκες ήταν επικίνδυνες για φωτιές.. Θα έλεγα, ότι ομάδες σαν τη δική μας, μάλλον δρουν επικουρικά στο έργο της Πολιτικής Προστασίας, αλλά αυτή είναι μια μεγάλη συζήτηση.
Πήγαμε τελικά στο Σπήλαιο του Αττικού Άλσους, περιδιαβαίνοντας στις αίθουσες αυτής της μεγάλης διάκλασης, που παρ’ όλη την εκτεταμένη ανθρωπογενή καταστροφή που έχει δεχθεί, παραμένει με στολισμό και πάντα θα βρει κανείς σημεία με διάκοσμο που αξίζει να φωτογραφηθούν.
Πολύ στεγνά ήταν τα τοιχώματα προς το βάθος του, ενώ από την πλευρά που πηγαίνει προς το έγκοιλο των “Αποδυτηρίων”, υπήρχε υγρασία αρκετή και γλιστρήματα.
Περάσαμε αρκετές ώρες τελικά, ανεβοκατεβαίνοντας στα εμπόδια που υπάρχουν παντού σ’ αυτό το χώρο, βγαίνοντας αργά το μεσημέρι στον καυτό ήλιο. Μιά τελευταία φωτογραφία με μοναδικό φωτισμό, και φύγαμε για καφέ κάπου εκεί κοντά.
Διαλέξαμε με τα παιδιά του Σεμιναρίου, να κατέβουμε ένα καλό πεδίο, για την πρώτη εξόρμηση μετά τα μαθήματα κι έτσι πήγαμε στο τεχνικό και όμορφο αυτό Φαράγγι, μαζί με πέντε από τους πρόσφατα και πολύ επιτυχημένα, αποφοιτήσαντες. Βέβαια και οι παλιότεροι δεν χάσαμε την ευκαιρία κι έτσι μαζευτήκαμε δώδεκα άτομα για την κατάβαση.
Η πρώτη μας αντίδραση, όταν περάσαμε το χωριό και ανεβήκαμε στο βουνό, ήταν μια μεγάλη απογοήτευση, από τα αποτελέσματα της περυσινής μεγάλης πυρκαγιάς. Έχουν απομείνει μόνο μερικές νησίδες πράσινου σε ένα εκτεταμένο μαύρο τοπίο, δυστυχώς.. Οι μικροί χωματόδρομοι που οδηγούν στην έξοδο από το νερό, όπου αφήσαμε ένα αυτοκίνητο, ήταν ορατοί σχεδόν από όπου μπορούσες να κοιτάξεις την πλαγιά, ενώ πρίν, δεν υπήρχε καθόλου ορατότητα, λόγω του πυκνού πευκοδάσους.
Όσο για το εκκλησάκι του Αγ. Λουκά, το σημείο που αφήνουμε τα αυτοκίνητα για την είσοδο, τώρα πιά το βλέπει κανείς από το δρόμο, πριν κ’άν στρίψει στο δρομάκι που οδηγεί εκεί.
Τα δέντρα θα ξαναγίνουν, κι ελπίζω να τα διαφυλάξουμε καλύτερα, την επόμενη φορά.
Το νερό, ήταν καλό, αρκετό για να ζήσουμε μερικές καλές εμπειρίες, ειδικά στα σημεία που δεν μπορείς να το αποφύγεις, αλλά όχι υπερβολικό. Οι βάθρες είχαν μπαζωθεί λίγο, αλλά όχι όσο θα περίμενε κανείς μετά από φωτιά. Μόνο κάτι πεσμένα δέντρα μας έμπλεξαν λιγάκι, μέσα στην κοίτη, αλλά ούτε κι αυτά ήταν επικίνδυνα, παρά μόνο άβολα. Βέβαια, υπάρχουν πολλά νεκρά, ακόμη όρθια, που όταν αρχίσουν να πέφτουν, θα δυσκολέψουν τα πράγματα. Πιστεύω ότι με τις κατεβασιές του επόμενου χειμώνα, θα κατέβουν πολλά προς τα κάτω.
Οι αγκυρώσεις ήταν εντάξει και οι καταβάσεις μας γινόντουσαν σχετικά γρήγορα και με σιγουριά.
Νωρίς το απόγευμα, φτάσαμε στην τελευταία βάθρα, κάναμε τη βουτιά και κατευχαριστημένοι, κατευθυνθήκαμε σε μια γνωστή μας ταβέρνα στην περιοχή, για ένα καλό τελείωμα της εξόρμησης.
Μετά από την αφοσίωση του Συλλόγου στο πρόσφατο Σεμινάριο Κατάβασης Φαραγγιών, για να αλλάξουμε λίγο τη δράση μας και να απολαύσουμε ένα σπήλαιο, οδεύσαμε στο κοντινό μας βουνό, τον Υμηττό.
Θέλαμε να χωθούμε στα στενώματα της Σπηλιάς της Μονής Αστερίου, βρήκαμε όμως μια μεγάλη ομάδα, που κατέβαζε εκεί περίπου είκοσι άτομα ενός σεμιναρίου Σπηλαιολογίας. Επί τόπου αλλάξαμε τα σχέδιά μας κατευθυνόμενοι στο Πύργου Μεγάλο Βάραθρο, πράγμα που μας άφησε πολύ ικανοποιημένους, γιατί κι αυτό είναι ένα πολύ τεχνικό πεδίο.
Με τα σχοινιά που είχαμε, κατεβήκαμε μέχρι το μεγάλο πατάρι στα -70μ. Περίπου και μας έμεινε ένα 20μετρο, με το οποίο προσπαθήσαμε να περάσουμε στην παράλληλη αίθουσα, που είναι Ανατολικά και αρκετά χαμηλότερα της κύριας. Τα υλικά μας όμως, δεν ήταν αρκετά.
Τον πάτο αυτής της πλευράς, τον έχουμε συναντήσει παλιότερα, από άλλο πέρασμα, στα πλαίσια της εξερεύνησης που κάναμε τότε, βρίσκοντας το βαθύτερο σημείο, αυτής της μεγάλης διάκλασης. Αλησμόνητη παραμένει αυτή η εμπειρία, για την οποία χρειαστήκαμε να περάσουμε δύσκολα εμπόδια, τραβέρσες, στενώματα και λάσπη πηχτή σαν πηλό σε κάποιο κομμάτι της πορείας. Είχαμε καταλήξει όμως σε μια κατακάθαρη αίθουσα, έχοντας την ικανοποίηση της ανακάλυψης μιας τόσο μεγάλης νέας διαδρομής, σε ένα τόσο γνωστό στη Σπηλαιολογική κοινότητα, βάραθρο. Ωραίες αναμνήσεις!
Ικανοποιημένοι από την εξόρμησή μας, ξεκινήσαμε τις αναβάσεις, βγαίνοντας στην επιφάνεια, νωρίς το απόγευμα.
Ο καιρός από το πρωί είχε περίεργες διαθέσεις και όντως, βγαίνοντας διαπιστώσαμε ότι είχε ήδη βρέξει και μας ξαναέβρεξε όπως αλλάζαμε τα ρούχα μας. Καλοδεχούμενο κι αυτό, αλλά για να μην γίνουμε μούσκεμα, ρίξαμε γρήγορα τα υλικά στο αυτοκίνητο και με τη βροχή να επιμένει, κάναμε μια μικρή στάση για καφέ, στο “Καταφύγιο” στην Καλοπούλα.