Καιρό το σκεφτόμασταν να πάμε και να περάσουμε στα ενδότερα του σπηλαίου, ο καθένας με τα δικά του δεδομένα. Άλλοι ήρθαν για πρώτη φορά, είχαν ακουστά γι’ αυτό το υπόγειο ποτάμι, για το στολισμό του και τις δυσκολίες του κι άλλοι που είχαμε ξαναπάει για να δούμε λίγα περισσότερα από τις προηγούμενες φορές. Προσωπικά δεν είχα την ευκαιρία να περάσω στην περιοχή πάνω από ένα καταρράκτη, κάπου 800 μέτρα από την είσοδο, ύψους περίπου 15 μέτρων, που έχει σε μια μεγάλη αίθουσα και το είχα απωθημένο.
Για να φτάσει κανείς εκεί, περνάει από διαδρόμους με αντιστηρίξεις που θέλουν αρκετή προσοχή, μιάς και το νερό έχει σκάψει αρκετά χαμηλότερα μια στενή δυσπρόσιτη κοίτη. Σε κάποια στιγμή σταματάει η στοά σε μια λινούλα, αλλά υπάρχει πέρασμα αριστερά πάνω, μέσα από στενώματα και διανοίξεις μιας παλαιότερης εποχής, που καταλήγει σε μία μεγάλη αίθουσα, αυτή με τον καταρράκτη.
Συνεχίσαμε προς τα μέσα και πάνω, με σχοινιά από δω και πέρα, ανεβαίνοντας μικρά καταρρακτάκια, περνώντας από όμορφα σκαλισμένες γλυφές και διάκοσμο στην οροφή, μέχρι που σε κάποια στιγμή σταθήκαμε κάπου να συγκεντρωθούμε και αποφασίσαμε ότι είχαμε δει αρκετά, ξεκινώντας για πίσω.
Από τη σκέψη μου πέρασαν σχεδόν όλα τα υπόγεια ποτάμια που έχω επισκεφθεί, με τις ομοιότητες, τις διαφορετικότητες και τις μοναδικότητες του κάθε ενός, αναπολώντας εποχές και αποστολές. Μ’ αυτές τις σκέψεις και ένα αδιόρατο χαμογελάκι, κάποια στιγμή το απογευματάκι, είδα το φώς της μέρας και 20 μέτρα πριν βγούμε μας χτύπησε η ζέστη που με εντυπωσίασε πόσο μέσα είχε εισχωρήσει στη Σπηλιά.
Φτιάξαμε κάτι να φάμε κάτω από τα δέντρα, ακούγοντας το ποταμάκι να κελαρύζει λίγο πιο κει, αποφεύγοντας αυτοκίνητο, κίνηση και την καλοκαιρινή βαβούρα της πόλης.
You must be logged in to post a comment.