Προκειμένου να κάνουμε αναγνώριση και να προετοιμάσουμε μεγαλύτερη μελλοντική αποστολή για το σπήλαιο, το πρωί του Σαββάτου φύγαμε από την Αθήνα με τον Τάκη Καπλαντζή.
Φτάνοντας στο λειβαδάκι του κατασκηνωτικού χώρου, αμέσως διαπιστώσαμε ότι το ποταμάκι είχε πολύ λίγο νερό, πράγμα περίεργο μιας και οι βροχές το προηγούμενο διάστημα ήταν αρκετές. Παρ’ όλα αυτά θα μπορούσε στο εσωτερικό της σπηλιάς να κρατάει ακόμα πολύ νερό.
Μπήκαμε με την ησυχία μας και αμέσως μετά τα πρώτα μέτρα ξεκινήσαμε τα ξεμπαζώματα στα περάσματα. Στα λαγούμια που είναι στα 180 και 200 μέτρα χρειάστηκε αρκετή ώρα και χρήση εργαλείων για να περάσουμε. Όσο πλησιάζαμε στο σιφόνι που την προηγούμενη φορά ήταν πλημμυρισμένο, η αγωνία μας ήταν μεγάλη γιατί αν η κατάσταση ήταν ίδια, εδώ θα τελείωνε και η μέρα μας χωρίς ελπίδα να προχωρήσουμε. Η πρώτη εντύπωση ήταν αρνητική, το νερό είχε χαμηλώσει πολύ, αλλά προς το τέλος της χαμηλής στοάς φαινόντουσαν μπάζα που όμως δεν εμπόδιζαν την κυκλοφορία του αέρα. Βγάλαμε νερό με ένα κάνιστρο που έχουμε αφήσει εκεί γι’ αυτές τις δουλειές, και μπροστά μπήκε ο Τάκης δυναμικά και παραμερίζοντας τα χώματα πέρασε και με ειδοποίησε. Πέρασα κι εγώ και συνεχίσαμε στην κάθετη σχισμή στον χώρο πριν το επόμενο στένεμα, δεν είχε νερό και σχετικά εύκολα περάσαμε στις πρώτες μεγάλες αίθουσες του σπηλαίου. Σύντομα ανεβήκαμε τους καταρράκτες και φτάσαμε στην καταστόλιστη χαμηλή αψίδα με τους «ψαράδες» που πάντα κρατάει νερό, το περάσαμε κι αυτό και φτάσαμε στην μεγάλη αμμώδη κατηφοριά που για πρώτη φορά περάσαμε πάλι οι δυο μας σκάβοντας για ώρες. Αυτή τη φορά ο αέρας περνούσε, άρα δεν ήταν τελείως κλειστή, είχε όμως πολλά φερτά που έπρεπε να τραβήξουμε. Αρχίσαμε με το κάνιστρο να ξεμπαζώνουμε και κάποια στιγμή θεωρήσαμε ότι σπρώχνοντας θα βγαίναμε στον χαμηλό διάδρομο από την άλλη μεριά, όμως η εντύπωσή μας ήταν λάθος. Σκάψαμε κι άλλο, αλλά σε κάποια στιγμή σταματήσαμε για μην κάψουμε τους ώμους και τα χέρια μας όπως την πρώτη φορά. Εδώ θα χρειαστεί να φέρουμε μία ακόμη αλουμινένια σέσουλα που μας έλειψε και σίγουρα μερικά άτομα ακόμα για να αλλάζουμε βάρδιες.
Επιστρέψαμε βελτιώνοντας περισσότερο τα περάσματα σπάσαμε κάτι μυτίκια που ενοχλούσαν και βγήκαμε όσο ακόμα είχε φως.
Την επομένη αφιερώσαμε για ψαχτήρι στα οροπέδια κοντά την καταβόθρα Ηρακλέους, κατεβήκαμε μέχρι την έξοδο του υπόγειου ποταμού, το Σκληθράκι που είχε αρκετό νερό και κάνοντας μια μεγάλη βόλτα από τους χωματόδρομους, επιστρέψαμε στην Αθήνα αργά το βράδυ.
Άγγελος Βλαχόπουλος