Με αναχώρηση το απόγευμα της Παρασκευής, φτάσαμε το βραδάκι στον κατασκηνωτικό χώρο “Αγ. Πνεύμα”, τρεις από την Αθήνα, ο Άγγελος Βλαχόπουλος, η Χαρά Παναγιωτοπούλου και η Ξένια Γεωργοπούλου, μέλος του ΣΠΕΛΕΟ, όπου συναντήσαμε τον Κώστα Στασινό από Λαμία.
Μπήκαμε στο ομώνυμο σπήλαιο το Σάββατο το πρωί και γρήγορα φτάσαμε στο σιφόνι στα 400μ περίπου, που μας σταμάτησε τον Ιούλιο, το βρήκαμε με πολύ λίγο νερό και το περάσαμε δεύτερη φορά για τη χρονιά που διανύουμε. Περάσαμε τα στενώματα και φτάσαμε στο επόμενο σιφόνι περίπου στα 700μ και ξεκινήσαμε το ξεμπάζωμα της κατηφορικής πλευράς του. Το παγωμένο ρεύμα αέρα ήταν αρκετό, πράγμα που μας κρύωνε έτσι βρεγμένοι που ήμασταν, αλλά μας έδινε ελπίδες ότι μπορεί να μην βρίσκαμε άλλο εμπόδιο μπροστά. Βγάζαμε τον ένα κουβά πίσω από τον άλλο επί τέσσερις ώρες περίπου και επί τέλους περάσαμε στον χαμηλό οριζόντιο διάδρομο που είναι αμέσως μετά την αμμώδη κατηφοριά και καταλήγει σε ένα ακόμη αμμώδες ανηφορικό πέρασμα. Είναι η άνοδος του σιφονιού με περίπου το μισό ύψος από την κάθοδο. Από την πρώτη φορά που είδαμε αυτόν το διάδρομο με τον Τάκη Καπλαντζή, μου φάνηκε ότι μπαζώθηκε αρκετά και μειώθηκε σημαντικά το ύψος του.
Χωθήκαμε στο ανηφορικό κομμάτι του σιφονιού και διαπιστώσαμε ότι παρ’ όλο που ο αέρας περνούσε από το άνοιγμα, χρειάζεται αρκετή δουλειά, πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να μεταφέρουμε κι άλλα μπάζα μέσα στον διάδρομο και μόλις περάσουμε να φτιάξουμε φράγμα με μπαζοσακούλες από την άλλη μεριά για να κρατήσει όσο το δυνατόν περισσότερο.
Ξεκινήσαμε για πίσω και βγήκαμε λίγο πριν σκοτεινιάσει. Όσες φορές κι αν έχω πάει, πάντα η θέα στην έξοδο είτε είναι μέρα είτε νύχτα, είτε βρέχει, είτε έχει ξαστεριά, είναι πολύ αναζωογονητική με το ποταμάκι να κυλάει ήρεμα 6-7 μέτρα χαμηλότερα, και αυτή τη φορά επίσης ήταν άκρως θεραπευτική μετά το συνεχές παγωμένο ρεύμα αέρα της σπηλιάς και την προσπάθεια μέσα στα στενώματα.