Κατεβήκαμε το βάραθρο την Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου πρώτη φορά, μετά από το 2007 που πρωτοπήγαμε, αφού το ξαναεντοπίσαμε μετά από πολλές προσπάθειες στο αλλαγμένο πεδίο ,από την πλούσια νέα βλάστηση και τα πεσμένα από τα χιόνια δέντρα.
Στο στόμιο του σπηλαίου δεν υπάρχει εύκολο σημείο αγκύρωσης, τουλάχιστον όχι από το ελεύθερο από τη βλάστηση σημείο. Είναι σαν πακτωμένη λάσπη με διάσπαρτες πέτρες, έχει όμως δέντρα για δεσιά και παράκαμψη. Επίσης χρειάζεται πολλή προσοχή για να μην πέφτουν πέτρες στους από κάτω.
Λίγο πιο κάτω, στα 20μέτρα περίπου, υπάρχουν γερά σημεία για βύσματα και κάναμε διαδοχικά δύο διπλές αγκυρώσεις που διευκολύνουν την κίνηση της ομάδας. Η δεύτερη είναι στα 35μ περίπου.
Υπάρχει ένα πατάρι, τέσσερα-πέντε μέτρα πριν τον πάτο αυτού του πηγαδιού των 40-45 μέτρων, όπου είχαμε εντοπίσει κάποια σημεία ύποπτα για συνέχιση του σπηλαίου, έτσι ανεβήκαμε εκεί και με το περίσσευμα του σχοινιού κατεβήκαμε 8-10 μέτρα σε μια τρύπα που δυστυχώς κατέληγε σε πολύ στενά περάσματα. Ίσως να κατεβήκαμε 3-4 μέτρα βαθύτερα από την κεντρική κατάβαση., αλλά δεν είχαμε αποστασιόμετρο για να ολοκληρώσουμε τη χαρτογράφηση, κάτι που θα κάνουμε κάποια στιγμή.
Γενικά η περιγραφή του σπηλαίου: Στα ανώτερά του στρώματα, χώμα και πέτρες κάπως στερεοποιημένα, στα μέσα περίπου υπάρχουν βράχια και λίγο πιο συμπαγή τοιχώματα, αλλά στο τέρμα, όπως και στο πατάρι, πάλι επικρατεί λάσπη με σκόρπιες πέτρες και κάποια βράχια. Ο διάκοσμος είναι ελάχιστος και αποτελείται μόνο από γλυφές, σχήματα που έχει διαμορφώσει το νερό στα μαλακά αυτά υλικά και μέχρι το τελικό σημείο υπολογίσαμε λίγο περισσότερο από 45 μέτρα βάθος. Βαγγέλης Μαρκόπουλος, Μαριάννα Τάσση, φίλος που δεν θέλει δημοσιότητα και Άγγελος Βλαχόπουλος.