Με ένα συννεφιασμένο και υγρό καιρό συντροφιά, ξεκινήσαμε το Σάββατο τρεις από την Αθήνα, ο Απόλλωνας Θρασυβουλίδης, ο Τάκης Καπλαντζής κι εγώ για να συναντηθούμε στη Νεστάνη με τον Γιώργο Εξηνταβελώνη που ήρθε από την Καλαμάτα, προκειμένου να ερευνήσουμε τρία νέα σημεία που μας βρήκε ο φίλος μας Βασίλης με πληροφορίες από τον ίδιο και από άλλους ντόπιους φίλους του, κοντά σχετικά στο χωριό, αλλά και στα μέρη που βόσκουν τα ζώα τους.
Περιμέναμε βροχές την Κυριακή το μεσημέρι, αλλά ήμασταν σε ετοιμότητα για κάθε περίπτωση έκτακτων φαινομένων, μιάς και το υψόμετρο σε όλα τα προς έρευνα μέρη ήταν από 700 μέτρα και πάνω και σε τόπους που βγάζουν κρύα και καιρούς αναπάντεχους.
Με το που φτάσαμε στην περιοχή, φύγαμε αμέσως για ένα μέρος που είχαμε ξαναψάξει χωρίς επιτυχία και μαζί με τον Βασίλη αυτή τη φορά, σύντομα εντοπίσαμε το πρώτο από τα σημάδια, μια διάκλαση που δυστυχώς δεν είχε συνέχεια. Συνεχίσαμε την έρευνα και ξανακατεβήκαμε σε ένα μικρό αλλά πολύ διακοσμημένο σπηλαιάκι που είχαμε βρει εκεί κοντά σε προηγούμενες έρευνες και το απόγευμα καταλήξαμε στο κονάκι της στάνης του φίλου μας για τα σχετικά κοψιδοειδή!
Κοιμηθήκαμε στις σκηνές μας σε σχετικά καλές θερμοκρασίες αλλά πολλή υγρασία και το πρωί της Κυριακής ξεκινήσαμε τις έρευνές μας σε άλλη μεριά, μια ορθοπλαγιά που παρουσίαζε μια παρατεταμένη κατάπτωση μέρους του εδάφους που κάποτε ήταν σε επαφή με το ασβεστολιθικό πέτρωμα της πλαγιάς (ταπείνωση του πρανούς) σχηματίζοντας πεζούλες στο όριο των οποίων ο Βασίλης είχε πληροφορίες ότι υπήρχαν δύο σπήλαια.
Τα εντοπίσαμε και τα δύο κάνοντας αρκετή πεζοπορία και ψαχτήρι. Το πρώτο ήταν πολύ στενό με ακόμα στενότερη συνέχεια και κατέληγε σε μικρές ρωγμές. Το δεύτερο στην αρχή μας ενθουσίασε, έχοντας μια εντυπωσιακή και κρυμμένη είσοδο που έστριβε λίγο αριστερά, σχημάτιζε ένα παταράκι στα τρία μέτρα και άλλα τρία μέτρα χαμηλότερα σταματούσε σε πολλά φερτά και κοτρόνες. Παραμερίσαμε αρκετά αλλά λίγη ώρα μετά θεωρήσαμε ότι δεν έχει νόημα.
Μέχρι να συμβούν όλα αυτά έφτασε και το μεσημέρι και μαζί του ήρθε κι η κακοκαιρία που περιμέναμε βρέχοντάς μας ελαφρά ενώ αλλάζαμε στα αυτοκίνητα.
Άγγελος Βλαχόπουλος