Επιτέλους και μετ’ εμποδίων, καταφέραμε να οργανώσουμε μια ολιγομελή αποστολή για το τελείωμα της εξερεύνησης στον Κοσμά Αρκαδίας. Από την μεριά που είχαμε χαρτογραφήσει, το μέγιστο βάθος έφτασε τα 214 μέτρα. (Άρθρο 4/10/20)
Ξεκινήσαμε στα γρήγορα το γνωστό μας αρμάτωμα μέχρι τα 100 μέτρα, όπου είχαμε αφήσει για σημάδι έναν κούκο για τη συνέχιση της χαρτογράφησης και ανέλαβε ο Τάκης τη συνέχιση του αρματώματος στο καινούριο κομμάτι, ενώ ο Παναγιώτης κι εγώ, αναλάβαμε τη χαρτογράφηση.
Δίπλα στον κούκο ένα μαύρο σκαθάρι είχε απλώσει την οικογένειά του και προσέχοντας να μην την αποδεκατίσουμε, κατεβήκαμε την πρώτη κατηφοριά μέχρι τα πρώτα δεσίματα.
Το τρυπάνι δεν το χρησιμοποιήσαμε παρά μόνο για ένα βύσμα, εκμεταλλευόμενοι τις άφθονες φυσικές δεσιές. Προχωρήσαμε μέσα από στενά σημεία, χωρίς να χρειαστεί να κάνουμε κάποια διάνοιξη, αλλά βρεθήκαμε να κατεβαίνουμε σε κάθετα σημεία όπου τριβόταν η πλάτη και το στήθος μας ταυτόχρονα και μάλιστα σε αδρές επιφάνειες σαν κοράλλια. Αυτά τα περάσματα μας ταλαιπώρησαν λίγο στο ανέβασμα.
Φτάσαμε σε μέρη που η διάκλαση έδειχνε ότι συνεχίζει προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, όμως 10-15 μέτρα πιο κει, δυστυχώς σταματούσε.
Στα 175 μέτρα από την επιφάνεια, συναντήσαμε τη βαθύτερη αίθουσα αυτού του σκέλους του σπηλαίου, με μαλακό δάπεδο που η λάσπη του είχε σκαφτεί σε βάθος 15-20 εκατοστών από τη σταγονορροή και στον πάτο από τα λακουβάκια είχαν καταλήξει πολλά κοκκαλάκια από διάφορα ζωάκια, μάλλον τρωκτικά, ίσως και πουλιών και κάποιου πιο μεγάλου ζώου, μάλλον σκύλου.
Εκεί βρήκαμε και ένα τοίχωμα με λευκό διάκοσμο λίγο λερωμένο από τα χώματα και τα οργανικά κατάλοιπα από τα φυτά της επιφάνειας.
Τραβήξαμε μια αναμνηστική ομαδική φωτογραφία και ξεκινήσαμε να ανεβαίνουμε ικανοποιημένοι από την επίτευξη των στόχων που είχαμε θέσει.
Η ομάδα: Παναγιώτης Γεωργίου, Τάκης Καπλαντζής, Άγγελος Βλαχόπουλος.