Τα δελτία καιρού έδειχναν συννεφιές για την Εύβοια με ύφεση της κακοκαιρίας των προηγούμενων ημερών, για το Σάββατο κι έτσι αποφασίσαμε να πάμε να κατέβουμε σ’ αυτό το πανέμορφο σπήλαιο της Εύβοιας.
Στο δάπεδο μετά το πρώτο 30άμετρο κατέβασμα, βρήκαμε κάποιους αργοκίνητους κατοίκους του παραυπόγειου τμήματος του σπηλαίου, μεγάλα βατράχια και μια σαλαμάνδρα.
Γρήγορα φτάσαμε στην μεγάλη κατάβαση των 50 μέτρων, που ξεκινάει με ένα στένεμα για πέντε μέτρα, οδηγεί σε ένα κούτελο με τα αρματώματα και καταλήγει περίπου πενήντα μέτρα χαμηλότερα σε μια πανέμορφη αίθουσα με λίμνη και πλούσιο διάκοσμο.
Ούτε που θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία μου επίσκεψη, σίγουρα τρία και πλέον χρόνια, αλλά μου φάνηκε πιο όμορφο απ’ ότι το θυμόμουνα! Βγάλαμε φωτογραφίες και σύντομα φύγαμε για το πιο κάτω τμήμα του σπηλαίου, όπου βρίσκεται ένα αγαπημένο μου μέρος, η μικρή αίθουσα με το καταρρακτάκι.
Στα 100 και πλέον μέτρα από την επιφάνεια βρίσκεται αυτό το φυσικό βρυσάκι, που ποτέ δεν το έχουμε δει στεγνό, ούτε και το κατακαλόκαιρο. Εκεί βγάλαμε μια φωτογραφία όλοι μαζί, καθίσαμε να το απολαύσουμε για λίγη ώρα και ξεκινήσαμε για πάνω.
Ξαναπεράσαμε από τους διαδρόμους και τη λίμνη με υπέροχα χρώματα και σχήματα, μπήκαμε στο σχοινί και σιγά-σιγά, μαζεύοντας τα υλικά μας, βγήκαμε στο φως ενός σταθερά συννεφιασμένου απογεύματος.
Αλλάξαμε ρούχα και πήραμε τον αυλακωμένο από τις πρόσφατες βροχές δρόμο, προς τη Σέτα, να φάμε κάτι και να επιστρέψουμε στην Αθήνα γεμάτοι εικόνες.
Μίλτος Χασιαλής, Ανδρέας Λιόσης, Άγγελος Βλαχόπουλος.