Με υποψίες ψιχάλας που συνεχίστηκε σταθερά όλη μέρα από το μεσημέρι και μετά, κατευθυνθήκαμε στα Καμπιά, όπου φτάνοντας στην έξοδο του φαραγγιού, διαπιστώσαμε ότι είχε καλή ροή, όχι όμως απαγορευτική.
Πήραμε τα πράγματά μας και ανεβήκαμε περπατώντας την εύκολη ασφάλτινη διαδρομή, μέχρι την είσοδο πάνω.
Μπαίνοντας στην κοίτη, και πριν το πρώτο ρελέ, συναντήσαμε ένα μελίσσι σε κατάσταση μετεγκατάστασης και με προσοχή το παρακάμψαμε, χωρίς να ενοχλήσουμε, ούτε να ενοχληθούμε.
Η πρώτη κατάβαση μας έδειξε λίγο τα δόντια της, αλλά περάσαμε χωρίς πρόβλημα. Ένας μεγάλος βράχος που είχε πάνω του πλακέτες για να στήνουμε οδηγούμενη κατάβαση, πρέπει να πήρε τη κατηφόρα μαζί με άλλους πολλούς, όπως διαπιστώσαμε, προχωρώντας πιο κάτω. Οι βάθρες που κάναμε άλματα, ήταν αρκετά μπαζωμένες, εκτός από μία και οι αγκυρώσεις δεν είχαν κάποιο σοβαρό πρόβλημα. Η μεγαλούτσικη λίμνη που είχαμε σκοπό να κάνουμε λίγο πρακτική στο διασωστικό σχοινί, ήταν αλλαγμένη κατά πολύ, δεν έχει την “παραλία” απέναντι από το ρελέ κατάβασης, με συνέπεια να φεύγει το νερό χωρίς να φτιάχνει χώρο κολύμβησης.
Το ψιλόβροχο μας βρήκε μέσα και δεν σταμάτησε μέχρι τις εννιά το βράδυ, όπως το έλεγαν στις προγνώσεις.
Με μια καλοθρεμμένη Σαλαμάνδρα, χωμένη σε μια εσοχή, που μας τράβηξε την προσοχή, κλείσαμε τη μέρα μας και αλλάζοντας τις φόρμες μας με στεγνά ρούχα, καταλήξαμε στην Αμπουδιώτισσα για διανυκτέρευση. Το βράδυ πέρασε ήσυχα, με λίγες βουνίσιες περαστικές βροχούλες.
Την επομένη, αποφασίσαμε ότι το φαράγγι του Μανικιώτη θα είχε φορτωθεί αρκετά περισσότερο νερό από την προηγούμενη φορά που το κατεβήκαμε, και ακυρώσαμε τη δράση. Κατεβαίνοντας από το βουνό, καθίσαμε για ένα καφέ σε ένα χωριουδάκι και ακούσαμε ντόπιους να συζητάνε ακριβώς γι’ αυτό το φούσκωμα του ποταμού, που τροφοδοτείται και από την ομώνυμη καταβόθρα.