Μετά από άκαρπες συνεννοήσεις, αντιξοότητες, ασθένειες, μικροατυχήματα και άλλες δυσκολίες για την αποστολή, για την οποία θα μαζευόμασταν τουλάχιστον πέντε ή έξι άτομα, καταλήξαμε να πάμε ο γράφων Άγγελος Βλαχόπουλος και ο Τάκης Καπλαντζής. Το είχαμε πεί όμως ότι δεν θα το αφήσουμε να περάσει έτσι αυτό το Σαββατοκύριακο κι έτσι την Παρασκευή το βραδάκι μας βρήκε τους δυό μας στη γνωστή μας κατασκήνωση κάτω από έναν έναστρο ουρανό.
Μπήκαμε το Σάββατο το πρωί εξοπλισμένοι με μία αλουμινένια σέσουλα, σχοινί χοντρούτσικο για να αλλάξουμε το λεπτό του κάνιστρου με το οποίο τραβάμε τα χώματα και γλιστράει, το τρυπάνι με δύο μπαταρίες, τα διάφορα διανοικτικά και πολύ όρεξη!
Πήραμε μαζί από τα 400μ περίπου, το κάνιστρο και ένα τσαπάκι και φτάσαμε, χωρίς να βιαζόμαστε ιδιαίτερα, στο τέρμα σε μιάμιση ώρα, ανοίξαμε μια πολλαπλών χρήσεων αλουμινοκουβέρτα και κάναμε στάση για νερό και κάτι να φάμε.
Ξεκινήσαμε το σκάψιμο σε μαλακή άμμο με χαλίκια κατά τις 11:30’ και χρειαστήκαμε κάπου δύο ώρες για να πάρουμε τα φερτά όσο πιό πίσω γινόταν για να μην ξαναπέσουν μέσα στην πρώτη βροχή, αλλά και για να αφήσουμε κάποια κενά δεξιά-αριστερά χαμηλότερα, για να τα γεμίσουμε όταν θα είχαμε κατέβει πιό κάτω και θα ήταν πολύ δυσκολότερη ή μεταφορά των χωμάτων.
Κάποτε και μετά από μερικές αλλαγές βάρδιας, ο Τάκης μπήκε αρκετά, είδε λίγο περισσότερο κενό, ξεκίνησε να σκάβει με περισσότερο ενθουσιασμό και γρήγορα με φώναξε να τον αλλάξω, προφανώς για να έχω την τιμή να περάσω πρώτος!
Έπεσα μπρούμυτα στην κατηφοριά που δεν ήταν πιά 4μέτρα, αλλά περίπου 3 μετά τις επεμβάσεις μας και βρέθηκα να κοιτάζω ένα στενό λίγο ανηφορικό πέρασμα που συνέχιζε σε σκληρό έδαφος, αποτελούμενο από αυτό το ψευτοκροκαλοπαγές που βρίσκουμε πολύ συχνά σ’ αυτό το σπήλαιο. Εκεί χρειάστηκαν τα κενά που αφήσαμε άδεια δεξιά-αριστερά, στα οποία χώρεσαν τα τελευταία χώματα που έσπρωξα με τα χέρια και τους αγκώνες και συνέχισα περίπου 10 μέτρα ή λίγο παραπάνω. Ο Τάκης κατέφτασε σε χρόνο ρεκόρ και με συνάντησε να μελετήσουμε το επόμενο εμπόδιο, άλλο ένα μικρό χαράκι για σκάψιμο, σαν το προηγούμενο, αλλά με περισσότερα χοντρά χαλίκια αντί για άμμο αυτή τη φορά. Ο αέρας που ερχόταν από την άλλη μεριά αλλά και ένα κενό αριστερά που χωρούσε αρκετά μπάζα, μας έδωσαν κουράγιο να συνεχίσουμε την προσπάθεια και κατεβάσαμε 40 περίπου εκατοστά το δάπεδο, αρκετά για να περάσουμε το κράνος και να φωτίσουμε τη συνέχεια που είναι, δυστυχώς, μία από τα ίδια!
Κατά τις 15:30’, έχοντας κάψει αρκετά τους ώμους μας από τις συνεχείς επαναλήψεις της ίδιας κίνησης με τη σέσουλα, που αποδείχτηκε το απόλυτο εργαλείο γι’ αυτό το σπήλαιο, αρχίσαμε να επιστρέφουμε, φωτογραφίζοντας μερικά σημεία από τις μεγάλες αίθουσες που ήταν σαν να τα βλέπαμε πρώτη φορά!
Χρειαστήκαμε λίγο περισσότερο χρόνο για να επιστρέψουμε στον έξω κόσμο, αλλά πολύ πρίν σκοτεινιάσει ετοιμάζαμε ήδη να φάμε και με χαρά κατά τις 20:00’ είδαμε να έρχεται ο Κώστας Στασινός να μας δεί και να μάθει τα τελευταία νέα. Ενθουσιάστηκε που περάσαμε το εμπόδιο της άμμου, που όπως το είχαμε δεί παρέα φαινόταν πολύ μεγάλο για δύο άτομα και μας έβαλε να δεσμευτούμε για την επόμενη αποστολή που θα είναι κι αυτός μαζί.
Την επομένη μπήκαμε με ένα μόνο σκοπό, να ανοίξουμε το πέρασμα κάτω από τη σκάλα, που σε περίπτωση ανάγκης είναι πολύ δύσκολο να περαστεί.
Ασχοληθήκαμε περίπου μιάμιση ώρα και τελειώνοντας πήραμε και τη σκάλα και το βοηθητικό σχοινί. Τώρα πιά το πέρασμα πρέπει να είναι εύκολο ακόμα και για τους μεγαλόσωμους φίλους μας. Μένει να το δούμε στην πράξη. Χορτασμένοι από δράση, επιστρέψαμε στην κατασκήνωση νωρίς το μεσημέρι, μαζέψαμε τα πράγματά μας και ξεκινήσαμε για την επιστροφή.
Μιά επίσκεψη για χαλάρωση στα ζεστά ιαματικά λουτρά της Δαμάστας ήταν επιβεβλημένη, καθώς και μία στάση για ταβερνάκι στο δρόμο.
Αυτό το σπήλαιο μας δίνει λίγο-λίγο κάθε φορά, κρατώντας μας σε συνεχές ενδιαφέρον και δίνοντάς μας κάποιες σπάνιες αλλά μεγάλες συγκινήσεις, όπως με το πέρασμα του μεγάλου σιφωνιού στα 200μ, το άλλο πέρασμα στις μεγάλες αίθουσες στα 420μ. και θεωρώ ότι όσο έχουμε κουράγιο, συνέχεια θα μας χαρίζει ανεξίτηλες εικόνες από τα άδυτά του. Πρέπει να πλησιάζουμε τα 650 μέτρα πιά.
Εννοείται, ότι έπεται συνέχεια!