Με τον καιρό να μας δείχνει το καλό του πρόσωπο μετά από κάποιες πρόσφατες βροχοπτώσεις, φτάσαμε στο χωριό Γοργοπόταμος το βραδάκι της Παρασκευής από Αθήνα, ο Τάσος Κειβανίδης, ο Γεράσιμος Κρεμμύδας, ο Βαγγέλης Μαρκόπουλος, η Ξένια Γεωργοπούλου, ο Άγγελος Βλαχόπουλος, από Καλαμάτα ο Γιώργος Εξηνταβελώνης κι από Λαμία ο Κώστας Στασινός.
Το Σάββατο το πρωί μπήκαμε τελικά χωρίς τον Κώστα. Ο Τάσος, ο Γεράσιμος κι ο Βαγγέλης ανέλαβαν τα σχοινιά και οι υπόλοιποι τρείς τα ομαδικά υλικά. Ξεκινήσαμε με το γνωστό άλμα στη βάθρα με το μεγάλο έλατο, αλλά αυτή τη φορά ήταν ρηχή γεμάτη χώμα, οπότε βάλαμε σχοινί αναγκαστικά. Πολύ σύντομα συναντήσαμε την μεγάλη κατολίσθηση που την έφαγε όλη σχεδόν το νερό, αφήνοντας μόνο ένα μεγάλο βράχο, που θα δούμε κι αυτός τι θα απογίνει τις επόμενες χρονιές.
Πήραμε ρυθμό και ξεκινήσαμε τις καταβάσεις με νερό αρκετό για να σε κρατάει σε εγρήγορση, αλλά βατό, ίσως το λιγότερο που έχω δει στα 10 χρόνια περίπου που κατεβαίνω το Φαράγγι. Περάσαμε και τον πρώτο 90άρη και με χαρά είδα την τεράστια βεντάλια του νερού να απλώνεται δίπλα στη μεσιανή αγκύρωση έχοντας πάντα το εντυπωσιακό εύρος της. Δυο-τρείς καταβάσεις μετά βγήκαμε, νωρίς το απόγευμα, στο μέρος όπου κατασκηνώνουμε συνήθως.
Ανοίξαμε τα μπιτόνια με τα ομαδικά υλικά και διαπιστώσαμε ότι όλα ήταν μια χαρά χωρίς καθόλου υγρασία, αλλάξαμε, ανάψαμε μια καλή φωτιά και ξεκινήσαμε το μαγείρεμα κάνοντας απολογισμό της μέρας και συζητώντας για την επόμενη, με κεντρικό θέμα τον μεγάλο καταρράκτη που θα συναντούσαμε την Κυριακή και θα αντίκρυζαν οι μισοί από μας για πρώτη φορά.
Η νύχτα πέρασε χωρίς να μας κρυώσει και οι εξοπλισμοί μας άντεξαν καλά τις μέτριες θερμοκρασίες της εποχής, ξημερώνοντάς μας ξεκούραστους και καλόκεφους.
Ο καφές σε μορφή καραμέλας, και το πρωινό με μπάρες, ξηροκάρπια και κάποια σουπίτσα, μας έδωσαν ενέργεια και χωρίς βιασύνες, ίσως το παρακάναμε και λίγο στην καθυστέρηση, ξεκινήσαμε για το δεύτερο μέρος.
Το στήσιμο των σχοινιών στον μεγάλο καταρράκτη ανέλαβαν ο Γεράσιμος πάνω κι ο Τάσος στη μέση που ήξερε από προηγούμενες καταβάσεις που να πάει για να βρει την αλυσίδα της ενδιάμεσης αγκύρωσης. Συνεργάστηκαν πολύ καλά και σύντομα είχαν ολοκληρώσει τα δεσίματα για να κατεβούμε και οι υπόλοιποι απολαμβάνοντας το μεγαλοπρεπές τοπίο. Πρώτη φορά δεν συμμετείχα στο τεχνικό κομμάτι αυτής της κατάβασης και την απόλαυσα δεόντως. Εδώ που τα λέμε, ελάχιστα δεσίματα έκανα γενικά αυτό το διήμερο, έχοντας σχεδόν συνέχεια ένα από τους σάκους με τα ομαδικά υλικά, αφήνοντας τα σχοινιά στα παιδιά. Πολύ ωραία αίσθηση να μπορείς να βασίζεσαι στους συντρόφους σου και να βρίσκεις έτοιμα τα ρελέ!
Στη συνέχεια περάσαμε στα μικρότερα κατεβάσματα του δεύτερου μέρους, βρήκαμε ένα σχοινί που δεν μπόρεσε να γίνει η ανάκλησή του λόγω μάλλον ενός κοψίματος της κάλτσας που έκανε μπούκλα στον κρίκο της αλυσίδας, το μαζέψαμε και το αφήσαμε τακτοποιημένο σε μια αγκύρωση μήπως το αναζητήσουν. Στο σημείο που είναι μια τσουληθρούλα που καταλήγει σε ύπουλο βράχο και τώρα πιά έχουν βάλει ένα μόνιμο σχοινάκι, έχει κατεβάσει βράχια και πέτρες και έχει γίνει τόσο ρηχό που δεν υπάρχει καθόλου το μέρος δεξιά που μπορούσαμε να κάνουμε άλμα και να φύγουμε εύκολα από εκεί. Κι άλλες βαθιές βάθρες ήταν κι αυτές μπαζωμένες απ’ τις κατεβασιές και ιδίως από τα υλικά της μεγάλης εκείνης κατολίσθησης στην αρχή του φαραγγιού που είχε πάνω από 10 μέτρα ύψος και απόμεινε μόνο ο βράχος που γράφω στην αρχή.
Νωρίς το απόγευμα φτάσαμε στην προτελευταία κατάβαση και είδαμε τον Κώστα ανεβασμένο πάνω σε έναν βράχο, να μας φωνάζει τα καλωσορίσματά του. Περάσαμε και την τελευταία τσουλήθρα και φύγαμε με το φορτηγάκι του όπως ήμασταν με τις στολές, για το χωράφι του όπου είχαμε αφήσει τα αυτοκίνητά μας και είναι πολύ κοντά στην έξοδο του φαραγγιού.
Μετρήσαμε μερικά χτυπήματα σε γόνατα, αστραγάλους, πλευρά, κάτι αγκώνες, κάτι ώμους, τα συνηθισμένα δηλαδή, και καλαμπουρίζοντας για τα παθήματα του καθενός καταλήξαμε σε ταβέρνα για αναγόμωση ενέργειας.